- εὐπυνδάκωτος
- εὐπυνδάκωτος [ᾰ], ον,A well-bottomed, of a cup, Luc.Lex.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπυνδάκωτος — εὐπυνδάκωτος, ον (Α) με ωραίο πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυνδακ (< πύνδαξ, ακος «πυθμένας») + ωτος] … Dictionary of Greek
εὐπυνδάκωτα — εὐπυνδάκωτος well bottomed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)